Για την άδεια άνευ αποδοχών, δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει τη χορήγησή της ή να ρυθμίζει γενικά το θέμα αυτό.
Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος ζητήσει άδεια άνευ αποδοχών, προκειμένου να τη λάβει, θα πρέπει να υπάρξει σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, ο οποίος στα πλαίσια των αρχών της καλής πίστης και εκτιμώντας τις οικογενειακές, κοινωνικές ανάγκες και υποχρεώσεις του εργαζόμενου μπορεί να χορηγεί άδεια άνευ αποδοχών.
Κατά το διάστημα χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, η σύμβαση εργασίας δε λύεται, απλώς αναστέλλεται η ισχύς της. Ο εργοδότης υποχρεούται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζόμενου μετά τη λήξη της άδεις άνευ αποδοχών.
Tο ΝΣΚ (Γνωμοδ. 557/63) δέχεται ότι: η χορήγησή της δεν αποστερεί τον εργαζόμενο από το δικαίωμα να ζητήσει (βάσει του ΑΝ 539/45), την ετήσια με αποδοχές άδεια του, προκειμένου σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, να παρασχεθεί σ’ αυτόν η δυνατότητα να αναπαυθεί με αυξημένα οικονομικά μέσα προς αναπλήρωση των αναλωθεισών στην εργασία του σωματικών ή πνευματικών του δυνάμεων.
Αντίθετα ο Α.Π. (Απ. 161/1967) δέχεται ότι: αυτός που επανέρχεται από την άδεια άνευ αποδοχών, δεν δικαιούται και κανονικής άδειας κατά τον Α.Ν.539/45, καθόσον με την χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών έχει εκπληρωθεί ο σκοπός του παραπάνω Νόμου.
Το Υπουργείο Εργασίας είχε συνταχθεί με την θέση του Ν.Σ.Κ., αφού είχε τη γνώμη ότι: αφενός μεν με τη σύμβαση παροχής άδειας χωρίς αποδοχές, τεκμηριώνεται θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, αφετέρου δε ο μισθωτός που έτυχε άδειας άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις κατά το χρόνο αυτής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μετεκπαιδεύσεως στο εξωτερικό και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του Ν.1346/83 όσο και το επίδομα άδειας βάσει του άρθρου 3 παραγρ. 16 του Ν.4504/66.
Με μεταγενέστερο έγγραφό του (1896/28.8.97) το Υπουργείο Εργασίας εκφράζει την άποψη ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ότι σε κάθε περίπτωση χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, οφείλεται στον εργαζόμενο και η κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, εκτός αν πρόκειται περί απολύτως δικαιολογημένης απουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος που έτυχε της άδειας αυτής άνευ αποδοχών είναι δυνατόν, να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις (όπως στην άδεια άνευ αποδοχών για μετεκπαίδευση), δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του Ν. 1346/1983, όσο και το επίδομα άδειας βάσει του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966.
Για όλους τους παραπάνω λόγους έχουμε την άποψη ότι η άδεια άνευ αποδοχών θα πρέπει να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής άδειας ή να συμφωνείται η τύχη της κανονικής άδειας κατά τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών.
Πηγή: ergasiaka.net