Ο εργοδότης πρέπει να μεριμνήσει οι εργαζόμενοι του να λάβουν το σύνολο της ετήσιας (κανονικής) άδειας έως 31.3.2025 και σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί, τότε να την αποζημιώσει
Επειδή πλησιάζει η 31η Μαρτίου 2025, το απώτερο σημείο άλλως η δήλη ημέρα της χορήγησης της κανονικής αδείας των μισθωτών, υπενθυμίζουμε αυτή την υποχρέωση των εργοδοτών και τις συνέπειες μη χορήγησης.
Θεσμικό πλαίσιο
-ΑΝ 539/1945, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
-Άρθρο 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966
-Ν. 549/1977 άρθρο 8,
-Άρθρο 7 της ΕΓΣΣΕ 1976,
-Ν. 4808/2021 άρθρο 61
-ΠΔ 80/2022 άρθρα 210 έως και 216, με το οποίο έχουν κωδικοποιηθεί στο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο και ισχύει οι πιο πάνω διατάξεις.
Ειδικότερα, με το άρθρο 61 του Ν. 4808/21, όπως ενσωματώθηκε στον ΚΑΕΔ (ΠΔ 80/2022),τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ΑΝ 539/1945 και έχει καθορισθεί, από 19.6.2021, ως το απώτερο σημείο (δήλη ημέρα) χορήγησης της κανονικής αδείας των μισθωτών, αντί της 31.12 του ημερολογιακού έτους στο οποίο ανήκει η άδεια, της 31 Μαρτίου του επομένου έτους.
Ειδικότερα, το τέταρτο εδάφιο της παρ 1 του άρθρου 214 του ΚΑΕΔ έχει ως εξής: «Η άδεια που δικαιούται κάθε έτος ο εργαζόμενος πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους».
Ακόμη, στο άρθρο 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/45 ορίζονται τα εξής: «Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού περί εγκαταλείψεως του εις άδειαν δικαιώματος ή παραιτήσεως τούτου από το δικαίωμα αδείας θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως».
ΚΑΕΔ Άρθρο 216. Προστασία του δικαιώματος της άδειας «1. Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου που περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του δικαιώματος της άδειας του εργαζομένου ή την παραίτηση αυτού από το εν λόγω δικαίωμα, ακόμη και αν προβλέπει την καταβολή σε εκείνον επαυξημένης αποζημίωσης, θεωρείται ανύπαρκτη.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, εάν ο εργοδότης αρνηθεί τη χορήγηση της νόμιμης ετήσιας άδειας στον εργαζόμενο, υποχρεούται μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο δικαιούται άδεια ο εργαζόμενος, και μετά από προηγούμενη διαπίστωση της παράλειψης αυτής από όργανο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, να καταβάλει σε εκείνον τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών άδειας, προσαυξημένες κατά 100%».
ΚΑΕΔ Άρθρο 216. Προστασία του δικαιώματος της άδειας «6. Οι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος Κεφαλαίου εκδικάζονται, μετά από έγκληση των δημοσίων οργάνων που εποπτεύουν την εφαρμογή του ή καθενός που έχει έννομο συμφέρον, με την αυτόφωρη διαδικασία».
Ενέργειες – Υποχρεώσεις εργοδότη
Με βάση την εν λόγω ρύθμιση για την λήψη των αδειών του έτους 2024, τελευταία ημέρα εξαντλήσεως της αδείας είναι η 31 Μαρτίου 2025.
Συνεπώς, υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει την άδεια, ακόμη και αν ο μισθωτός δεν επιθυμεί να λάβει την άδειά του και αρνείται την λήψη της.
Με την (υποχρεωτική) χορήγηση της αδείας μονομερώς, ο εργοδότης νομίμως αρνείται να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, αφού η χορήγηση της αδείας επιβάλλεται από τον νόμο.
Με την συμπλήρωση της 31ης Μαρτίου, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η μεταφορά της αδείας (αυτούσιας) στο επόμενο έτος, καθώς και στο ίδιο έτος μετά από την 31η Μαρτίου. Η μεταφορά είναι ανίσχυρη, έστω και αν έγινε με την συναίνεση του μισθωτού (ΑΠ 1234/03, ΑΠ 1970/17, ΑΠ 1180/17).
Στην περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. O εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας.
Σχετικά με την χρηματική αποζημίωση ο ΑΠ με την απόφαση 434/2011, έκρινε:
Απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όσο και του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί από τη συγκεκριμένη διάταξη συμπέρασμα ότι στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος, σωρευτικά με την άδεια του έτους εκείνου, μη δικαιούμενος να ζητήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της αδείας. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε.
Ο εργοδότης μπορεί να επιβάλει (μονομερώς) την χορήγηση της αδείας του έτους 2024 σε όσους μισθωτούς δεν έλαβαν την άδειά τους ή τμήμα της αδείας τους μέχρι σήμερα, ώστε όλοι οι μισθωτοί να έχουν λάβει το σύνολο της αδείας τους κατά την 31η Μαρτίου 2025.
Ο εργοδότης μπορεί να καταρτίσει Κατάσταση στην οποία να φαίνονται οι ανωτέρω μισθωτοί και ακολούθως Πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα λάβει ο κάθε μισθωτός την άδεια που του οφείλεται, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, προσδιοριζόμενο από τον εργοδότη, κατά τον οποίο αντιστοίχως δεν θα παρέχει εργασία στον εργοδότη.
Αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας
Σε περίπτωση μη χορήγησης ολόκληρης ή τμήματος αδείας, ο εργοδότης οφείλει να αποζημιώσει τον εργαζόμενο για την άδεια που δεν έλαβε.
Η αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας καταβάλλεται απλή και κάτω από ορισμένες περιπτώσεις κυρίως πταίσμα του εργοδότη με προσαύξηση κατά 100%,
Η προσαύξηση 100 % οφείλεται:
· όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη (Παρ.1 του άρθρου 5 του ν. 539/1945) και
· όταν ο εργοδότης όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθωτός δικαιούται περισσότερες ημέρες αδείας (ΑΠ 1191/1985).
Δεν οφείλεται προσαύξηση 100% στην αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας:
· όταν δεν αποδεικνύεται ότι ο μισθωτός ζήτησε την άδεια του και ο εργοδότης τον ανάγκασε να εργαστεί κατά τον χρόνο αυτό (ΑΠ 636/2000).
· όταν ο μισθωτός δεν έλαβε την άδεια με δική του επιθυμία για λόγω αύξησης των αποδοχών του (ΑΠ 1305/2008).
· όταν υπάρχει αμφιβολία για την υποχρέωση χορηγήσεως της αδείας (ΑΠ 1392/2003).
· όταν δεν υπάρχει πραγματική δυνατότης χορηγήσεως. Η χορήγηση της αδείας προϋποθέτει την πραγματική δυνατότητα του εργοδότου να απαλλάξει, χάριν αναψυχής, τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του κατά το διάστημα χρήσεως της αδείας
Η δικαιοσύνη με την νομολογία έκρινε ότι, όταν δεν υφίσταται η δυνατότητα, χορήγησης της άδειας, δεν επιτρέπεται να επιρρίπτονται οι δυσμενείς συνέπειες της μη χορηγήσεως της αδείας στον εργοδότη (ΑΠ 902/2017).
Διάφορες Επισημάνσεις
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας (των φυσικών ημερών που θα αναπαυθεί) περιλαμβάνονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες κατά τις οποίες θα απασχολείτο ο μισθωτός αν προσερχόταν κανονικά στην εργασία του (δηλαδή Δευτέρες έως Παρασκευές, εφόσον είναι τέτοιο το ωράριό του. Αν δουλεύει Δευτέρα έως Σάββατο και την Τετάρτη έχει ρεπό, τότε θα ληφθούν οι Δευτέρες, Τρίτες, Πέμπτες, Παρασκευές και Σάββατα ως άδεια στο διάστημα της αδείας που παίρνει) .
Δεν υπολογίζονται στις ημέρες άδειας οι Κυριακές, τα Σάββατα (σ’ αυτούς που εργάζονται με το σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας- δηλαδή οι ημέρες ρεπό και αργίας, εκτός αν το ρεπό το παίρνει σε άλλη ημέρα και δουλεύει Σάββατο).
Επίσης δεν υπολογίζονται οι αργίες καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού, οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα που ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν και οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (Π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ).
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ’ τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45). Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της αδείας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας. (Εφ. Λαρίσης 667/96).
Διοικητικές – Ποινικές και άλλες κυρώσεις
Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας, επέρχονται οι εξής συνέπειες:
Διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμο) κατά την ΥΑ 80016/22 «Κατηγοριοποίηση παραβάσεων και καθορισμός ύψους προστίμων …..». Η μη χορήγηση κανονικής αδείας (και των αποδοχών αδείας) ανήκει στις υψηλές παραβάσεις και το προβλεπόμενο πρόστιμο είναι 900€ ανά θιγόμενο. Το ίδιο προβλέπεται και για την μη καταβολή επιδόματος και αναλογίας επιδόματος αδείας.
Ποινικές κυρώσεις, κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ΑΝ 539/45 το οποίο ορίζει τα εξής: «Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Ν. ΓϡΛΔ΄ «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας», ως ετροποποιήθη δια του Ν. 2943/23, του ποσού της εν αυτώ οριζομένης χρηματικής ποινής διπλασιαζομένου».
Η γενική διάταξη του άρθρου 28 «περί ποινικών κυρώσεων» του Ν. 3996/11 προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή χρηματική ποινή τουλάχιστον 900€ ή σωρευτικά και τις δύο ποινές.
Κυρώσεις κατά το άρθρο 21 του Ν. 1876/90, όταν οι διατάξεις περί αδείας περιέχονται σε Συλλογικές Συμβάσεις ή Διαιτητικές αποφάσεις.
Συμπέρασμα
Ο εργοδότης πρέπει να μεριμνήσει οι εργαζόμενοι του να λάβουν το σύνολο της ετήσιας (κανονικής) άδειας έως 31.3.2025 και σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί, τότε να την αποζημιώσει.
ot.gr