Η κυβέρνηση προ πανδημίας και βέβαια σε προεκλογική περίοδο υποσχέθηκε γενναία μείωση σε βάθος τετραετίας ωστόσο οι εξελίξεις πάγωσαν τις όποιες αποφάσεις. Χτες, πάντως ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συνάντησή του με τον Δήμαρχο και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου Χάλκης τόνισε πως «στην πρώτη παρέμβαση την οποία θα κάνουμε, όπου θα αφορά τον φόρο ακίνητης περιουσίας, τον ΕΝΦΙΑ, θα υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τα μικρά νησιά. Θέλουμε να μειώσουμε -όσο αυτό είναι εφικτό- και όσο μας το επιτρέπουν τα δημόσια οικονομικά τη φορολογική επιβάρυνση αυτών των συμπολιτών μας που επιλέγουν -κόντρα στις αντιξοότητες- να κατοικούν όλο το χρόνο, ειδικά, στα μικρά μας νησιά. Και θεωρούμε ότι είναι το ελάχιστο το οποίο μπορούμε να κάνουμε, ένα μικρό πρόσθετο οικονομικό κίνητρο για να είναι λίγο πιο εύκολη η καθημερινότητά σας που το καλοκαίρι μπορεί να φαίνεται ελκυστική και όμορφη αλλά ξέρω ότι μετά το καλοκαίρι ακολουθεί πάντα και ο χειμώνας που δεν είναι εύκολος.»
Με προφανή πολιτικό και γεωπολιτικό στόχο η κυβέρνηση προσπαθεί να αναθερμάνει προσδοκίες ξεκινώντας από τους ακρίτες αλλά και λοξοκοιτάζοντας σε πιθανούς επενδυτές. Πάντως ο Τομεάρχης Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Σαντορινιός έσπευσε να ασκήσει σκληρή κριτική σχετικά με τις δηλώσεις Μητσοτάκη από την Χάλκη για μείωση ΕΝΦΙΑ στα μικρά νησιά. Πιο συγκεκριμένα ανάφερε ότι «η πρόταση για απαλλαγή της υποχρέωσης από τον ΕΝΦΙΑ, στα νησιά μέχρι 1000 κατοίκους- και όχι για την όσο τον «δυνατόν εφικτή μείωση» του που ο κ. Μητσοτάκης θολά υπόσχεται- αποτελούσε δέσμευση της προηγούμενης Κυβέρνησης, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να υλοποιήσει, ενώ η σχετική τροπολογία έχει ήδη κατατεθεί, μέσα σε αυτόν τον χρόνο, δυο φορές από τον ΣΥΡΙΖΑ, και δυο φορές έχει απορριφθεί από την Κυβέρνηση της ΝΔ. Ο εμπαιγμός της ΝΔ και τα επικοινωνιακά τερτίπια της, δεν περνάνε πια. Αν στο ελάχιστο ενδιαφερόταν ο Πρωθυπουργός για την Νησιωτικότητα θα έπρεπε από τους πρώτους, κιόλας, μήνες της θητείας του να έχει κάνει δεκτή την νομοθετική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, τότε προτίμησε να κάνει έκπτωση στις μεγάλες περιουσίες. Ας μην κοροϊδεύει άλλο τους νησιώτες. Η τροπολογία έχει κατατεθεί δυο φορές στη Βουλή, αν δεν την έχει, να του την στείλουμε!».
Παρά την κριτική βέβαια η κυβέρνηση «βασανίζεται» για το πώς αφενός θα τηρήσει υποσχέσεις για μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ, θα προσελκύσει επενδυτές κι από την άλλη δε θα ταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία. Γιαυτό όπως φαίνεται δειλά, λόγω και αβεβαιότητας, εξαγγέλλει μειώσεις, για το μέλλον ( σημειώνεται ότι για φέτος η πρόβλεψη ήταν για μείωση 8%) ενώ σχεδιάζει το 2021 την ολοκλήρωση της επικαιροποίησης των αντικειμενικών αξιών, μια άσκηση ευαίσθητης ισορροπίας.
Ήδη βέβαια στις προτάσεις της «Επιτροπής Πισσαρίδη» συμπεριλαμβάνεται η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα. Ο εν λόγω φόρος αφορά τα εντός σχεδίου κτίσματα και οικόπεδα αντικειμενικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ. Ουσιαστικά επιβάλλεται στις μεγάλες περιουσίες και επιβαρύνει τους μεγάλους ιδιοκτήτες. Άρα μια αλλαγή στον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ ωφελεί τους «κατέχοντες» και μεγάλες επιχειρήσεις διαχείρισης ακινήτων.
Το μέτρο αφορά περισσότερους από 500.000 ιδιοκτήτες που διαθέτουν ακίνητη περιουσία από 270.000 έως 400.000 ευρώ, αλλά και όσους έχουν ακίνητα με αντικειμενική άνω του 1 εκατ. ευρώ και οι οποίοι αντιμετωπίζουν συντελεστές που ξεκινούν από το 1%. Σημειώνεται ότι το επιχείρημα που έχει προταχθεί στο παρελθόν από το ΙΟΒΕ στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε για τα ακίνητα στην Ελλάδα είναι ότι μια κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ θα δώσει ώθηση στην οικοδομή.
Άλλωστε η φορολογία στα ακίνητα στη χώρα είναι από τις πιο βαριές στην Ευρπωπη. Όπως αναδεικνύει μια ακόμα σχετική συγκριτική μελέτη του Tax Foundation, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν υψηλότερη φορολογία. Βέβαια για πολλούς είναι ένας φόρος κεφαλαίου που έχει μια δόση αναλογικότητας καθώς φέρνει επιβαρύνσεις στους μεγάλους και γιαυτό άλλωστε η όποια μείωση έχει ισχυρό πολιτικό πρόσημο. Βέβαια λόγω «φορολογικού ανταγωνισμού» αφορά και την προσέλκυση επενδύσεων, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που στην Ελλάδα αναφέρουν ότι η δομή του φόρου (απουσία έκπτωσης από τα έσοδα επιχειρήσεων, επιβολή έστω και μειωμένη και σε αδρανή ακίνητα) θα πρέπει να αλλάξει.
Όπως, πάντως, αποτυπώνεται στη σχετική μελέτη του Tax Foundation, οι 19 από τις 27 ευρωπαϊκές χώρες δίνουν κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να προσμετρήσουν τους φόρους περιουσίας ως έξοδα ενώ χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Ελβετία, η Τσεχία και η Αυστρία έχουν χαμηλά ποσοστά φορολόγησης.
Πηγή:ftodioikisi.gr