Υποχρεωτική συμμετοχή των ασφαλισμένων και μεταφορά πόρων από την κύρια ή την επικουρική ασφάλιση προϋποθέτει η ανάπτυξη του θεσμού των Επαγγελματικών Ταμείων, που συγκροτούν τον λεγόμενο δεύτερο πυλώνα στη βάση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Η βασική φιλοσοφία των συστημάτων του δεύτερου πυλώνα είναι η χορήγηση συντάξεων με βάση τις εισφορές που έχουν καταβάλει ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, χωρίς προκαθορισμένη συνήθως εγγύηση και ανάλογα με τις αποδόσεις που συσσωρεύουν οι εισφορές στη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου κάθε εργαζομένου.
Την άποψη αυτή φαίνεται ότι ενισχύει η μελέτη που έχει ζητήσει η Τράπεζα της Ελλάδος για την ανάπτυξη του θεσμού των Επαγγελματικών Ταμείων και η οποία θα αποτελέσει στο προσεχές διάστημα τη βάση της συζήτησης για τις αλλαγές στο σύστημα ασφάλισης.
Η μελέτη εξετάζει τις περιπτώσεις 12 τουλάχιστον χωρών και όπως προκύπτει από την ανάλυσή τους, η επιτυχία του θεσμού βασίστηκε στην ένταξη διευρυμένου αριθμού ασφαλισμένων, που σε αρκετές περιπτώσεις στηρίχθηκε στην υποχρεωτικότητα ένταξης στο σύστημα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η εμπειρία επιβεβαιώνει ότι όσο περισσότεροι εντάσσονται στο σύστημα τόσο αυξάνεται η βιωσιμότητα του Ταμείου, εξασφαλίζοντας χαμηλότερο κόστος διαχείρισης και αποτελεσματικότερες επιλογές κατανομής των επενδύσεων. Αντίστοιχα σε όλες τις χώρες ανάπτυξης του θεσμού, η παροχή κινήτρων κυρίως φορολογικών, αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που το κράτος συμμετέχει, αναλαμβάνοντας ένα μέρος του κόστους για τον ασφαλισμένο.
Επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεσματικής ανάπτυξης του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης αποτελεί η Πολωνία, χώρα στην οποία η διαχείριση των αντίστοιχων ταμείων δόθηκε σε ιδιώτες διαχειριστές με εντυπωσιακά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την απόδοση των επενδύσεων.
Στην Ελλάδα η δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός έχει προβλεφθεί από την προηγούμενη δεκαετία, προσέκρουε στην ισχυρή παρουσία της κοινωνικής ασφάλισης με την κύρια σύνταξη. Η επικουρική ασφάλιση με τη σειρά της, παρά το γεγονός ότι είχε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του δεύτερου πυλώνα, με κυριότερο αυτό της συμμετοχής μόνο εργοδοτών και εργαζομένων, έτεινε να προσιδιάζει με την κύρια σύνταξη, αφού το Δημόσιο εγγυόταν την καταβολή της.
Βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα ήταν επίσης οι υψηλές συντάξεις, που επιβάρυναν συνολικά το σύστημα κύριων και επικουρικών, το ύψος των οποίων κατατάσσει τη χώρα μας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τους υψηλότερους συντελεστές.