Ο κατώτατος μισθός έχει «ξεπαγώσει» από το 2019 και οδεύει φέτος προς τα 820- 830 ευρώ με νέα αύξηση.
Οι τριετίες «ξεπάγωσαν» και αυτές, δίνοντας έτσι από φέτος κιόλας μια προσαύξηση μισθού ως 30% σε όσους δεν πρόλαβαν να συμπληρώσουν την αναγκαία προϋπηρεσία πριν μπει «stop» το 2012.
Τι ισχύει, όμως, με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις μισθού, όπως το επίδομα γάμου; Έχει θεσμικό άρα δεσμευτικό χαρακτήρα ή πρόκειται για μισθολογικό όρο, ο οποίος δεν μπορεί να καθορίζεται από τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας; Δεσμεύονται όλοι οι εργοδότες για την καταβολή του ή μόνο όσοι συνυπογράφουν τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις;
Το επίδομα
Το επίδομα γάμου καθιερώθηκε με βάση το άρθρο 4 της από 26/1/1988 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), η οποία κυρώθηκε με τον Ν.1766/1988.
Στη συνέχεια, με την από 10/3/1989 ΕΓΣΣΕ διαμορφώθηκε σε ποσοστό 10% επί του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, ενώ με τον Ν.1849/1989 το επίδομα αυτό επεκτάθηκε στους άγαμους, χήρους και διαζευγμένους εργαζομένους.
Όπως αναφέρει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται το 2012, με τον νόμο 4093, ο οποίος μετέφερε την αρμοδιότητα καθορισμού του κατώτατου μισθού στο Υπουργικό Συμβούλιο. Τι ανέφερε η επίμαχη διάταξη; «Οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζομένους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδος προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος ισχύουν μόνο για τους εργαζομένους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται τού νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου».
Με απλά λόγια, σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη, οτιδήποτε αφορά σε «μισθολογικό όρο» της παρεχόμενης εργασίας, δεν μπορεί να καλυφθεί από την ΕΓΣΕΕ με το στοιχείο της υποχρεωτικότητας, τουλάχιστον για εργοδότες και εργοδοτικές οργανώσεις που δεν υπογράφουν τη σχετική Σύμβαση.
Από το 2013, η νομική υπηρεσία ΓΣΕΕ με εγκύκλιο, είχε δώσει την ερμηνεία ότι το επίδομα γάμου έχει διπλή νομική φύση: αφενός αποτελεί όρο ΕΓΣΣΕ, αφετέρου έχει ισχύ τυπικού νόμου, από τη στιγμή που κυρώθηκε με τον νόμο 1766/1988). Έτσι, ακόμη και αν το επίδομα γάμου θεωρούνταν αμιγής μισθολογικός όρος της ΕΓΣΣΕ και ίσχυε ως προς αυτόν ο κανόνας της δέσμευσης μόνο των μελών των συμβαλλόμενων οργανώσεων θα παρέμενε ανέπαφη η νομική του φύση ως κανόνα δικαίου, με βάση τον κυρωτικό νόμο 1766/1988. Συνεπώς και στην περίπτωση αυτή το επίδομα γάμου θα δέσμευε, ως περιεχόμενο κανόνα δικαίου, το σύνολο των εργοδοτών της χώρας, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι μέλη των συμβαλλόμενων στην ΕΓΣΣΕ οργανώσεων.
Οι «γκρίζες» ζώνες
Η ουσία είναι ότι δέκα χρόνια μετά παραμένουν οι “γκρίζες” ζώνες, ενώ δεν λείπουν και οι ακραίες περιπτώσεις όπου εργοδότες επιχειρούν ή συμψηφίζουν τις κατά το νόμο υποχρεωτικές αυξήσεις μισθών, με το επίδομα γάμου, χαρακτηρίζοντας το οικειοθελή παροχή.
Κατά το υπουργείο Εργασίας, “ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων θα πρέπει να αποτελέσει θεμελιώδη παράγοντα της κοινωνικής συνοχής στη χάραξη και την εξειδίκευση της πολιτικής εργασιακών σχέσεων και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων”. Ωστόσο υπάρχει η νομική- και όχι μόνο- άποψη, ότι το θέμα του επιδόματος γάμου θα πρέπει να ξεκαθαρίσει νομοθετικά.
Η ανάλυση του Γιάννη Καρούζου
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος ξετυλίγει το κουβάρι, πιάνοντας την άκρη του νήματος από την ΕΓΣΕΕ της 14ης Μαϊου του 2013, η οποία στο πρώτο άρθρο αναφέρει: «Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό και καθολικό χαρακτήρα για τους εργαζόμενους όλης της χώρας, εναρμονίζοντας τις ισχύουσες στη χώρα μας διατάξεις δικαίου με τις διεθνώς εφαρμοστέες αρχές της προστασίας της οικογένειας, της διευκόλυνσης συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της ισότητας των φύλων, της συμφιλίωσης εργασιακής και οικογενειακής ζωής, της αξιοπρεπούς εργασίας».
Πώς ερμηνεύονται και πώς εφαρμόζονται στην πράξη τα παραπάνω; Ο Γ. Καρούζος αναλύει…
«Οι κοινωνικοί εταίροι που συνυπέγραψαν την εν λόγω ΕΓΣΣΕ, προσέδωσαν στο επίδομα γάμου ένα χαρακτήρα θεσμικό, αν και αυτό αποτελεί μια οικονομική ενίσχυση των δικαιούχων. Αυτό συνέβη, διότι με τον Ν.4093/2012 και προκειμένου η ΕΓΣΣΕ να δεσμεύει το σύνολο των εργοδοτών και των εργαζομένων όλης της χώρας, θα έπρεπε σχετικές διατάξεις να αφορούν μη μισθολογικούς όρους εργασίας. Έτσι το επίδομα γάμου απέκτησε θεσμικό χαρακτήρα. Υπήρξε δε, η αγωνία των κοινωνικών εταίρων να αποκτήσει το επίδομα γάμου θεσμικό χαρακτήρα, για να έχει καθολική ισχύ σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους εργαζομένους.
Αυτό το ρευστό νομοθετικό πλαίσιο διευκολύνει πολλές επιχειρήσεις στο να μην καταβάλλουν το επίδομα γάμου. Άλλοι εργοδότες βρίσκουν την ευκαιρία με την επίκληση μιας «νομικής αβεβαιότητας», να απαλλαγούν της υποχρέωσης να καταβάλλουν το επίδομα αυτό.
Παραδοσιακά το Υπουργείο Εργασίας, είτε με απαντήσεις σε κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, είτε ακόμα και με δελτία τύπου, δεν παίρνει σαφή θέση για την υποχρεωτικότητα καταβολής του εν λόγω επιδόματος.
Κατά την άποψή μου, διανύοντας η χώρα την πιο κρίσιμη δημογραφική κρίση, που την έχει καταστήσει ως την πιο γηρασμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε τα ζητήματα αυτά να έχει επιλύσει ταχύτατα και με σαφήνεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ακόμη και η προσφυγή των εργαζομένων στην Επιθεώρηση Εργασίας, δεν δίνει απαντήσεις στο αν δικαιούνται το επίδομα γάμου.
Είμαστε από τις λίγες χώρες της Ευρώπης, που δεν έχουμε προβλέψει την υποχρέωση καταβολής του επιδόματος γάμου, όπως επίσης και δεν έχουμε προβλέψει για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας που το δικαιούνται, ένα επίδομα σπουδών.
Διαφορετικές είναι βέβαια οι περιπτώσεις που για ορισμένους κλάδους της αγοράς εργασίας, με βάση τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ΣΣΕ (κλαδικές), όποτε αυτές συνάπτονται, περιλαμβάνουν το επίδομα γάμου. Επιπρόσθετα το επίδομα γάμου συναντάται σε πολλές Επιχειρησιακές ΣΣΕ, κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων.
Τέλος, ελπίζω να μην γενικευτούν τα κρούσματα εργοδοτών που διαπραγματεύονται την καταβολή του επιδόματος τριετιών με το επίδομα γάμου. Χρήσιμη είναι δε, μια ξεκάθαρη νομοθετική ρύθμιση του θέματος».
dikaiologitika.gr