Στον απόηχο της πρωθυπουργικής προαναγγελίας ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι “που είναι συστηματικά «αρνητές αξιολόγησης», θα παραπέμπονται με ποινή οριστικής απόλυσης στα νέα Πειθαρχικά Συμβούλια”, το άρθρο 145 ΥΚ ρυθμίζει το θέμα της διαγραφής των πειθαρχικών ποινών, υπό την έννοια ότι μετά την πάροδο καθορισμένου χρονικού διαστήματος, η πειθαρχική ποινή που έχει επιβληθεί και εκτελεσθεί, παύει να παράγει έννομες συνέπειες σε βάρος του υπαλλήλου που είχε τιμωρηθεί. Με τον τρόπο αυτό διαφαίνεται και η διαφορά της διαγραφής από την παραγραφή της ποινής, όπου η μεν πρώτη εξαφανίζει την πειθαρχική ποινή, ενώ η δεύτερη πλήττει ή εξαφανίζει το πειθαρχικό παράπτωμα.
Ανάλυση για το παραπάνω θέμα κάνει ο Γιάννης Καρούζος, δικηγόρος – εργατολόγος. Ο ίδιος αναφέρει:
«Η διαγραφή λοιπόν των πειθαρχικών ποινών κλιμακώνεται χρονικά ανάλογα με την βαρύτητα της πειθαρχικής ποινής. Εξαίρεση αποτελούν –δεν διαγράφονται δηλαδή οι πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού, της προσωρινής παύσης και της οριστικής παύσης. Είναι χρήσιμο εν προκειμένω να επισημανθεί ότι υπό το καθεστώς των προηγούμενων Υπαλληλικών Κωδίκων αλλά και υπό την αρχική μορφή του άρ. 145 του ισχύοντος ΥΚ, διαγράφονταν όλες οι πειθαρχικές ποινές, πλην της οριστικής παύσης και ορισμένες μάλιστα σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Μεσολάβησε όμως μια περίοδος έντονης προβολής κρουσμάτων ατιμωρησίας, αδικαιολόγητα επιεικούς αντιμετώπισης σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων οδηγώντας στην υπερβολική- κατά περιπτώσεις- αυστηροποίηση του πειθαρχικού δικαίου και του καθεστώτος της αργίας.
Επομένως, εκτός από την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, δεν διαγράφονται πλέον οι πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού και της προσωρινής παύσης, οι οποίες και θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν κατά τις διάφορες κρίσεις υπηρεσιακών θεμάτων την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, έως και την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ακόμη και αν αυτός δεν υπέπεσε δεύτερη φορά σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα. Ευλόγως όμως ανακύπτει ο προβληματισμός για το αν η μη διαγραφή της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού και της προσωρινής παύσης εγείρε θέματα αντισυνταγματικότητας.
Επανερχόμενοι στο ζήτημα της διαγραφής των πειθαρχικών ποινών, ο απαιτούμενος χρόνος υπολογίζεται από την εκτέλεσή της. Όσο δηλαδή η πειθαρχική ποινή δεν εκτελείται λόγω ενστάσεως, προσφυγής ή αμέλειας της υπηρεσίας, δεν αρχίζει να τρέχει ο χρόνος διαγραφής. Τυχόν δε χρόνος του υπαλλήλου εκτός υπηρεσίας δεν συνυπολογίζεται για να συμπληρωθεί ο χρόνος διαγραφής της πειθαρχικής ποινής, διότι η διαγραφή της πειθαρχικής ποινής έχει ως βάση την μετέπειτα επίδειξη καλής διαγωγής από τον υπάλληλο και άρα απαιτεί διάνυση πραγματικής και όχι πλασματικής υπηρεσίας.
Συνάγεται λοιπόν ότι βασική προϋπόθεση για να διαγραφεί πειθαρχική ποινή είναι να μην τιμωρηθεί ο υπάλληλος με άλλη, οποιαδήποτε, πειθαρχική ποινή κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη διαγραφή της. Οπότε, όταν συμπληρωθεί επιτυχώς ο χρόνος διαγραφής της πειθαρχικής ποινής, ο πειθαρχικός φάκελος αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και τίθεται στο αρχείο. Δεν είναι τυχαίο δε ότι αρχειοθετείται όχι μόνο η απόφαση που επέβαλε την ποινή, η οποία και διαγράφηκε, αλλά ο πειθαρχικός φάκελος της υπόθεσης, το σύνολο δηλαδή των στοιχείων της πειθαρχικής διαδικασίας που κατέληξαν και στην ποινή, η οποία διαγράφηκε. Αυτό συμβαίνει για να μην απομένει ίχνος αυτής στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, που θα μπορούσε ακόμη και ψυχολογικώς να επηρεάσει την κρίση του οποιουδήποτε οργάνου για οποιοδήποτε υπηρεσιακό του θέμα.
Με άλλες λέξεις, μετά τη διαγραφή, η πειθαρχική ποινή απαγορεύεται να αποτελεί στοιχείο κρίσης του υπαλλήλου για οποιοδήποτε υπηρεσιακό του θέμα. Αν παρά ταύτα, γίνει αναφορά της σε σχετική πράξη που εκδίδεται μετά τη διαγραφή της, ως στοιχείο που λήφθηκε υπ’ όψιν για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του οικείου οργάνου, η πράξη αυτή είναι παράνομη.
Κατόπιν τούτων γίνεται αντιληπτό ότι η διαγραφή της πειθαρχικής ποινής με τις ευνοϊκές για τον υπάλληλο συνέπειές της, παρέχεται από την Πολιτεία ως ένα είδος αντισταθμίσματος για την καλή διαγωγή που επέδειξε ο ίδιος μετά την πειθαρχική του τιμωρία».
aftodioikisi.gr